- χιλίαρχοι
- χῑλίαρχοι , χιλίαρχοςcaptain over a thousandmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PHYLARCHI — Graeca vox Duces optionum notat, i. e. eorum, qui foederatis auxilia ferunt. Sic Iulianus, Novell. 102 Φύλαρχον interpretatur, Saracenorum Ducem, quos ex foederatis fuisse constat: Procopius, de Bello Pers. l. 1. Οὐδεὶς δὲ οὔτε Ῥωμαίων ςτρατιωτῶν … Hofmann J. Lexicon universale
στενόσημος — ον, Α 1. αυτός που έχει στενή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενόσημος (στους Ρωμαίους) ο χιτώνας που φορούσαν οι χιλίαρχοι οι οποίοι προέρχονταν από την τάξη τών δημοτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + σημος (< σῆμα), πρβλ. πλατύ σημος] … Dictionary of Greek
Ατίλιος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Α. Καλατίνος (μέσα 3ου αι. π.Χ.). Συμμετείχε στον Α’ Καρχηδονικό πόλεμο, κατόπιν έγινε πραίτορας στη Σικελία, ύπατος (258 και 254) και δικτάτορας (249). 2. Α. Λεύκιος. Δήμαρχος της Ρώμης, το 311… … Dictionary of Greek